- ελικίνη
- η1. η χημική ένωση γλυκοζίτης2. γένος γαστερόποδων μαλακίων τής οικογένειας τών ελικινιδών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελικινίδες — οι οικογένεια γαστερόποδων μαλακίων με κυριότερο γένος την ελικίνη … Dictionary of Greek